- ἐπημαξευμένη
- ἐπαμαξεύωtraverse with carsperf part mp fem nom/voc sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαμαξεύω — ἐπαμαξεύω, ιων. τ., αντί ἐφαμαξεύω (Α) 1. διέρχομαι πάνω σε άμαξα 2. παθ. (για τη γη) έχω ίχνη τροχών άμαξας («γῆ ἀρρώξ οὐδ ἐπημαξευμένη» Σοφ.) … Dictionary of Greek